- βριθυνοος
- βριθύνοοςβρῑθύ-νοος2глубокомысленный, мудрый
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἀπόλλων Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βριθύνοος — βριθύνοος, ον (Α) εμβριθής, συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βριθύς + νοος < νόος, νους] … Dictionary of Greek
βριθύνοον — βρῑθύνοον , βριθύνοος grave minded masc/fem acc sg βρῑθύνοον , βριθύνοος grave minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek